- ριβουλόζη
- η, Ν(βιοχ.)1. σακχαροκετόζη με 5 άτομα άνθρακα, η οποία, υπό την μονοφωσφορική και διφωσφορική μορφή της, υπεισέρχεται στη δέσμευση τού διοξειδίου τού άνθρακα CO2 κατά τη φωτοσύνθεση, καθώς και σε άλλες μεταβολικές οδούς, όπως εκείνη τής φωσφορικής πεντόζης2. φρ. α) «διφωσφορική ριβουλόζη» — φωσφορυλιωμένη μορφή τής ριβουλόζης η οποία αποτελεί τον αρχικό δέκτη διοξειδίου τού άνθρακα κατά τη φωτοσύνθεση Ċ3 και τον τελικό δέκτη διοξειδίου τού άνθρακα κατά τη φωτοσύνθεση C4β) «καρβοξυλάση διφωσφορικής ριβουλόζης» — ένζυμο που καταλύει τη δέσμευση τού διοξειδίου τού άνθρακα σε υδατάνθρακες μέσω τής καρβοξυλίωσης τής 1,5 διφωσφορικής ριβουλόζης σε δύο μόρια φωσφογλυκερικού οξέος.
Dictionary of Greek. 2013.